Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

εξαρχαϊσμός, εθνωνυμία και γλώσσα (Κ.Θ. Δημαράς)

[εξαρχαϊσμός και εθνωνυμία]

Ωστόσο, από όσα επροηγήθηκαν, είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ένια από τα ζητήματα που απασχολούν την ιστορία μας στην περίοδο του χρόνου την οποία μελετούμε. Πρώτιστα αναφέρομαι στον εξαρχαΐσμό: εξαρχαϊσμός του λεξιλογίου, γραμματικός εξαρχαϊσμός. Εύκολο, αλλά και επιβαλλόμενο είναι να συσχετίσουμε το όλο αυτό ζήτημα με την ελληνική συνείδηση όπως την βλέπουμε διαμορφωμένη σ' εκείνα τα χρόνια. Στις προηγούμενες σελίδες συναντούμε επανειλημμένα τις ροπές προς την αξιοποίηση της προγονικής κληρονομιάς, προς τον εξαρχαΐσμό των ονομάτων και των όρων. Μέσα, άλλωστε, στον ίδιο παλμό, έχουμε, βαθμιαία πάντοτε, την ανέλευση των όρων Έλλην, ελληνικός, ως ονομάτων εθνικών. Παλαιότερα, οι όροι αυτοί, αναγόμενοι άμεσα σε θρησκευτικά βιώματα αλλότρια από των χριστιανισμό, δηλαδή στην συσχέτιση τους με την ειδωλολατρία, παρουσιάζουν σπανίως την εθνική χρήση• ενώ τώρα, η χρήση αυτή ολοένα πυκνώνει. Ξέραμε ότι ελληνικά, ελληνική γλώσσα, σ’ εκείνα τα χρόνια, κάτω από την γραφίδα των λογίων, αναφέρονται αποκλειστικώς στήν αρχαιότητα. Προκειμένου για το εθνώνυμο τότε, μπορούμε να αρχίσουμε από τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό της γλώσσας• κοινή, ρωμέικη, γραικική. Έτσι, για να εξασφαλίσουμε τον διαφορισμό τους από τα αρχαία, έχουμε πρώτα τούς αρμοδίους τεχνικούς ορούς: κοινή, πού έχει αποβάλει την αρχαία ειδική γλωσσική σημασία της, ή, ακόμη, πεζή• το ρήμα πεζεύω εκφράζει την μετάφραση από τα αρχαία στα νεότερα ελληνικά, ό,τι ονομάσθηκε στους καιρούς μας, από τον Σεφέρη, μεταγραφή.


[ο Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλος για την γλώσσα]

Το 1855 ο Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλος σχολιάζει την όλη υπόθεση• η θέση του είναι ότι η γλώσσα αποτελεί φαινόμενο ρευστό: δεν μπορούμε να εφαρμόζουμε στην γλωσσική πράξη κανόνες αμετακίνητους (μεταφράζω από τα γαλλικά της βιβλιοκρισίας): «η ελληνική γλώσσα δεν είναι πια, τώρα, ό,τι ήταν πριν από είκοσι χρόνια, και πάλι σε είκοσι χρόνια θα είναι πολύ αλλιώτικη από ό,τι είναι σήμερα». Την αντίληψη αυτήν για την ρευστότητα της γλώσσας, την ξαναφέρνει κατά καιρούς, από διάφορες αφορμές, και, πιο εμφαντικά, μέσα στο ίδιο το σώμα της Ι.Ε.Ε., όταν, κοιτάζοντας συντελεσμένο το έργο της ζωής του, διαπιστώνει ελαφρές γλωσσικές ανομοιομορφίες του, τις οποίες δικαιολογεί με την μακρά διαχρονία της ιστορίας την οποία αφηγείται• τις μοιραίες αλλοιώσεις μέσα στον χρόνο, ούτε μπορούσε, γράφει, ούτε θέλησε πάντοτε να τις αποφύγει, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο κατόρθωνε σταδιακά να «παραστήση τον ιδιάζοντα εκάστης εποχής χαρακτήρα». Έχει, δηλαδή, σωστά, την αίσθηση της μεταβολής ακόμη και στο ίδιο το άτομο του• ιστοριογράφος του ιστοριογράφου.



Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006, σ. 80-81 και 103-104

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

"εθνικός χαρακτήρας", εθνική ταυτότητα και ο ρόλος των φιλολόγων (Θ. Γκότοβος)

[…] Και ήταν παραδοσιακά αποστολή του φιλολόγου να φροντίσει ώστε ο εθνικός χαρακτήρας -επαναλαμβάνω χωρίς να αλλοιωθεί- να μείνει στην επόμενη γενιά και να βελτιωθεί, αν είναι δυνατόν, ως προς το σκέλος των αρετών.

Αυτός ήταν και ο ρόλος του δασκάλου. Ο Εξαρχόπουλος ασφαλώς δίνει έμφαση, όπως όλοι γνωρίζουμε, στην Πρωτοβάθμια και έχει μια κατανομή έργων ανάμεσα στους παιδαγωγούς με την περίοδο. Ασφαλώς, η έμφαση είναι στην Πρωτοβάθμια στο έργο του Εξαρχόπουλου, αλλά θέλω να πιστεύω ότι σε ό,τι αφορά τον εθνοποιητικό ρόλο του εκπαιδευτικού ίδιος ήταν και ο ρόλος του φιλολόγου. Αυτός επωμίζεται το ρόλο της δόμησης του εθνικού χαρακτήρα στην επόμενη γενιά.

Και μια που αναφέρθηκε τώρα η λέξη «δόμηση», θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τον παραδοσιακό ρόλο του φιλολόγου ως έναν ρόλο κατασκευαστή της εθνικής ταυτότητας. Μέσω της παρουσίασης του κόσμου, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, υπό την οπτική γωνία της συνέχειας. Και βασικό εργαλείο σ' αυτή τη δουλειά, στην κατασκευή, λοιπόν, της εθνικής, της εικόνας του έθνους, και συνεπώς του εθνικού χαρακτήρα, βασικό εργαλείο ήταν η γλώσσα.

Έχει διατυπωθεί η άποψη, με την οποία έχω τον πειρασμό να συμφωνώ, ότι σε τελευταία ανάλυση η χρησιμότητα των κλασικών φιλολογικών μαθημάτων στο παρελθόν τουλάχιστον για την ελληνική εκπαίδευση -εννοώ τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, αλλά και της καθαρεύουσας- δεν ήταν τόσο το γλωσσικό κομμάτι, αλλά ήταν το εθνικό κομμάτι.

Δηλαδή το τελικό αποτέλεσμα, αν μετρούσε κανείς από τη διδασκαλία των αρχαίων και της καθαρεύουσας, δεν είναι ότι οι Έλληνες έμαθαν καθαρεύουσα και αρχαία ελληνικά, αλλά έμαθαν ή δέχτηκαν μέσω του μαθήματος αυτού την έννοια αυτή της συνέχειας. Την έννοια της παρουσίας του εθνικού χαρακτήρα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Το ερώτημα είναι κατά πόσο σήμερα υπάρχουν τάσεις αμφισβήτησης αυτού του ρόλου ανάμεσα στον κόσμο των φιλολόγων και των δασκάλων -μιλάμε για τους φιλολόγους απόψε-, κατά πόσο υπάρχουν τάσεις συνέχειας αυτού του ρόλου, πώς χρησιμοποιούνται εναλλακτικά οι έννοιες της εθνικής ταυτότητας και της πολιτισμικής ταυτότητας στην εκπαίδευση.

[…]

Θανάσης Γκότοβος, Ο φιλόλογος, η εθνική ταυτότητα και η ελληνική γλώσσα. Στο ΠΕΦ, σεμινάριο 24 (σχολείο και ετερότητα), Αθήνα, 1998, σ. 33