Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Λεξιλογικά – Ετυμολογικά (2)

Η ετυμολογία αποτελεί σκέλος επιστημονικό της ιστορικής γλωσσολογίας. Πρόκειται για κλάδο απαιτητικό μια που έχει να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει αντικειμενικές και ευνόητες δυσκολίες. Σε επίπεδο χρήσης, ωστόσο, η ετυμολόγηση ως διαδικασία κατανόησης λέξεων έχει σαφώς περιορισμένη ή και ανύπαρκτη αξιοπιστία, από τη στιγμή που ο χρήστης της γλώσσας δεν έχει την επιστημονική γνώση ώστε να αποφύγει τις παγίδες της παρετυμολόγησης. Παγίδες στις οποίες έτσι κι αλλιώς έπεσαν και πολλοί ειδικοί. Κανείς μάλιστα δεν αποκλείει το γεγονός να αναθεωρηθούν στο μέλλον κι άλλες ετυμολογήσεις λέξεων. Άλλωστε ο Κριαράς σε παλαιότερη συνέντευξή του υποστηρίζει ότι είμαστε σίγουροι ίσως μόνο για το 30% των ετύμων.

Γιατί λοιπόν στα βιβλία του γυμνασίου διδάσκεται η ετυμολογία ως ξεχωριστή ενότητα; Η απάντηση δίνεται στο σχολικό βιβλίο «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα» της Α΄ Γυμνασίου (σελ. 22): «Σκοπό έχει να βοηθήσει στην πληρέστερη κατανόηση των λέξεων της ελληνικής γλώσσας». Ας δούμε λοιπόν από πιο κοντά τους τρόπους με τους οποίους επιδιώκεται ο στόχος αυτός από τα βιβλία του γυμνασίου.

Ήδη σε προηγούμενο κείμενο ασχοληθήκαμε με τις ασκήσεις των βιβλίων που μέσα από την ετυμολογία, δηλαδή την «αληθινή σημασία μιας λέξης σύμφωνα με την καταγωγή της» (υποσημείωση σελ. 22), υποτάσσουν τη νεοελληνική γλώσσα στην αρχαία ελληνική υποβάλλοντας ως ανάγκη πλέον τη γνώση του αρχαιοελληνικού λεξιλογίου ως κριτηρίου επάρκειας για το νεοελληνικό λεξιλόγιο.

Αξίζει όμως σχολιασμό και το Β1 σκέλος των βιβλίων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Γυμνασίου, όπου φιλοξενείται ένας λεξιλογικός πίνακας χωρισμένος σε τρεις στήλες. Στην πρώτη στήλη περιλαμβάνονται λέξεις (απλές και σύνθετες) της Αρχαίας ελληνικής, στην τρίτη στήλη λέξεις της Νέας ελληνικής και στη μεσαία, και πιο ενδιαφέρουσα, λέξεις που απαντούν και στις δύο φάσεις της γλώσσας.

Ένα πρώτο σχόλιο: Η παρουσίαση του πίνακα δίνει την εντύπωση μιας γλώσσας χωρίς διαλέκτους και γεωγραφικούς προσδιορισμούς, χωρισμένη σε τρεις άχρονες και ανιστορικές περιόδους από τις οποίες η δεύτερη μοιάζει να είναι λίγο… σχιζοφρενική!

Ένα δεύτερο σχόλιο: ο λεξιλογικός αυτός πίνακας παρουσιάζει τη λέξη απομονωμένη από οποιοδήποτε γλωσσικό περιβάλλον, πράγμα που αναγκαστικά οδηγεί στην παρεξήγηση ότι η ομοιότητα των λέξεων έχει κυρίως να κάνει με την ομοιότητα στη μορφή τους ή αν θέλετε ότι η ομοιότητα στη μορφή αποτελεί το βασικό (μπορεί και το μόνο;) κριτήριο για να ανακαλύψει κανείς την «αληθινή(;)» (βλ. σημ. με αστερίσκο στη σελ. 22 του βιβλίου της Α΄ γυμνασίου) σημασία μιας λέξης! Αν μάλιστα προσθέσουμε και την ομοιότητα(;) στον ήχο των λέξεων, η παρεξήγηση μπορεί να αγγίξει τα όρια του γελοίου.

Το τρίτο σχόλιο έχει να κάνει με την πρωτόγνωρη σύζευξη αρχαίου και νέου λεξιλογίου στη μεσαία στήλη του πίνακα. Πρόκειται για τη στήλη με τις περισσότερες διευκρινίσεις και τις περισσότερες παρενθέσεις, αφού δίνει κάθε τόσο ερμηνεύματα για να ξεπεράσει την αναντιστοιχία των αρχαίων σημασιών προς τις σημερινές.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι: τι προσφέρει τελικά στη γλωσσική εκπαίδευση των παιδιών όλη αυτή η πληθωρική παρουσίαση λέξεων; Μάλλον τίποτα, εκτός από την καλλιέργεια της ιδεοληψίας περί ενιαίας γλώσσας. Αλλά και κάτι ακόμη: εξοικειώνει τους μαθητές με μια παρακινδυνευμένη και άστοχη τις περισσότερες φορές τακτική να προσεγγίζουν κάθε άγνωστη σ’ αυτούς νεοελληνική λέξη, αφενός απομονωμένη από το γλωσσικό της περιβάλλον και αφετέρου με χρήση μόνο κριτηρίων μορφολογίας και φωνολογίας. Ωθεί μ’ άλλα λόγια τους μαθητές να παλεύουν να ανακαλύψουν τις παλαιότερες μορφές της λέξης, για να καταλήξουν στη σημασία της. Κι αυτό, χωρίς να έχουν την επάρκεια για κάτι τέτοιο (ποιος την έχει άλλωστε) κι έτσι να καταλήγουν πολλές φορές σε κωμικά αποτελέσματα τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και σε επίπεδο σημασίας.

Η επιμονή, λοιπόν, των βιβλίων του γυμνασίου να συνδέουν διαρκώς το νεοελληνικό λεξιλόγιο με το αρχαιοελληνικό δίνει την εντύπωση μιας μόνιμης λεξιλογικής ανεπάρκειας των μαθητών. Επιπλέον υποβάλλει την ιδέα ότι το λεξιλόγιο της γλώσσας τους αντικατοπτρίζει έναν κόσμο που δεν τον γνωρίζουν, όχι γιατί αυτός είναι πλέον ανύπαρκτος αλλά γιατί αυτά δεν έχουν την ικανότητα να τον δουν!
Ίσως αν αποδεχόμασταν μια απλή επιστημονική διαπίστωση σαν αυτή που ακολουθεί δεν θα χάναμε το δάσος μπροστά στο δέντρο:

Τι μεταδίδει η γλώσσα; Το σύνολο της εμπειρίας μας από τη μη γλωσσική πραγματικότητα (τουλάχιστον δυνάμει) στο βαθμό που την έχουμε κοινή με τους άλλους χρήστες της γλώσσας μας. Αναλύοντας αυτή την επικοινωνία η σύγχρονη γλωσσολογία ανακάλυψε ότι οι γλώσσες δεν κατατέμνουν αυτή τη μη γλωσσική πραγματικότητα με όμοιο τρόπο, ότι οι γλώσσες δεν αποτελούν μόνο ένα και το αυτό αμετάβλητο εκτύπωμα μιας αμετάβλητης πραγματικότητας, που τη βλέπουν με τον ίδιο τρόπο όλες οι γλώσσες. Με λίγα λόγια, ότι οι γλώσσες δεν είναι καθολικοί κατάλογοι λέξεων.

George Mounin, Κλειδιά για τη Γλωσσολογία (ΜΙΕΤ, Αθήνα 1988, σελ. 77)


Σωτήρης Γκαρμπούνης
Βασίλης Συμεωνίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: